Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐν φρεσὶ ϑέσϑε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν

См. также в других словарях:

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»